- ἀρχίφυλος
- ἀρχίφυλοςchief of a tribemasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αρχίφυλος — ἀρχίφυλος, ο (Α) ο αρχηγός μιας φυλής … Dictionary of Greek
ἀρχιφύλου — ἀρχίφυλος chief of a tribe masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχιφύλους — ἀρχίφυλος chief of a tribe masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχιφύλων — ἀρχίφυλος chief of a tribe masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχίφυλοι — ἀρχίφυλος chief of a tribe masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρχι- — (AM ἀρχι ). [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων (κυρίως διοικητικών όρων) της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, καθώς επίσης και ξένων, ελληνογενούς ή μη προελεύσεως, τύπων. Το αρχι , το οποίο λίγο μετά την Ομηρική εποχή άρχισε να αντικαθιστά το… … Dictionary of Greek
φύλο — το / φῡλον, ΝΜΑ 1. το αρσενικό και το θηλυκό γένος ανθρώπων και ζώων (α. «ίσες ευκαιρίες για τα δύο φύλα» β. «σωμασκεῑν ἔταξεν οὐδὲν ἧττον τὸ θῆλυ τοῡ ἄρρενος φύλου», Ξεν. γ. «νῡν δὲ γυναικῶν φῡλον ἀείσατε», Ησίοδ.) 2. φυλή, εθνότητα (α. «οι… … Dictionary of Greek
ՑԵՂԱՊԵՏ — (ի, ից կամ աց.) NBH 2 0912 Chronological Sequence: 8c, 12c գ. ἁρχίφυλος, φύλαρχος, φυλάρχης, πατριάρχος princeps sive praefectus tribus, patriarcha. Պետ եւ գլուխ ցեղի. նահապետ ազգի եւ տոհմի. *Ցեղապետք ձեր, եւ ծերակոյտ ձեր: Ժողովեցէ՛ք առ իս… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)